Το δώρο της Παπλωματούς είναι ένα υπέροχο παραμύθι για τα παιδιά αλλά και για τους μεγάλους και πολύ επίκαιρο. Μιλάει για την απληστία βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας μας και αιτία πολλών κακών. Κατά καιρούς βγαίνουν διάφορα σκάνδαλα στην επικαιρότητα όμως υπάρχουν και πολλά άλλα που δεν τα μαθαίνουμε ποτέ. Καθημερινά οι ανίσχυροι πολίτες πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από συμπολίτες τους που εκμεταλλεύονται τη θέση τους για να εκβιάσουν και να καρπωθούν χρήματα ως αντάλλαγμα για τη δουλειά που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν και γι' αυτό πληρώνονται από τα ίδια τους τα "θύματα" από όλους εμάς. Όλοι έχουμε ζήσει τέτοιες εμπειρίες ή έχουμε δικούς μας ανθρώπους που έχουν περάσει από αυτή τη ψυχαναγκαστική δοκιμασία. Όλοι εκτός από τους πολιτικούς!!!!!! Το κακό είναι ότι η διαφθορά αγγίζει και τους πολύ ευαίσθητους χώρους της υγείας, της δικαιοσύνης, της ασφάλειας. . . και παντού πρωταγωνιστεί η απληστία. Θέλουμε όλο και περισσότερα, κι άλλα λεφτά, πολλά λεφτά για να αποκτήσουμε ότι ονειρευόμαστε για να μας σέβονται και να μας υπολογίζουν για να μας έχουν ανάγκη για να γίνουμε ευτυχισμένοι. Μάταια όμως, η ευτυχία δεν συνοδεύει το φουσκωτό πορτοφόλι ειδικά όταν έχει γεμίσει με τον πόνο, την αγανάκτηση, το θυμό των "δωρητών".
Η συγκεκριμένη ιστορία μιλάει για μία παπλωματού "που ζούσε κάπου ψηλά στα βουνά τα σκεπασμένα με γαλάζια ομίχλη, ράβοντας όλη μέρα τα παπλώματά της. Από τις πιο μεγάλες πολιτείες, έως τα πιο μικρά χωριά είχε φτάσει η φήμη ότι τα παπλώματα εκείνης της γυναίκας είχαν πάνω τους τα πιο όμορφα χρώματα που μπορούσε ανθρώπινο μάτι να θαυμάσει.
Τα γαλάζια λες και ερχόντουσαν κατευθείαν από τα βάθη των ωκεανών, τα λευκά από τα απάτητα χιόνια του παγωμένου βορρά, τα πράσινα και τα πορφυρά από τα πιο σπάνια αγριολούλουδα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλιά και τα ροζ από τα πιο εξαίσια ηλιοβασιλέματα." Όμως δε τα πουλούσε, τα χάριζε σε όποιον τα είχε ανάγκη. Κατέβαινε τις νύχτες στην κοντινή πολιτεία και σκέπαζε με τα ζεστά της παπλώματα τα ξυλιασμένα κορμιά όσων πλαγιάζαν στα σκαλοπάτια των σπιτιών.
Εκεί κοντά ζούσε και ένας πλούσιος και άπληστος βασιλιάς που ό,τι λαχταρούσε περισσότερο ήταν να του κάνουνε διάφορα δώρα. Υποχρέωνε τους πολίτες να του προσφέρουν συνέχεια δώρα και πάλι δε του φτάνανε και έβαλε τους στρατιώτες του να ψάξουν αν υπήρχε κάποιος στο βασίλειο που δεν του είχε προσφέρει δώρο. Έτσι έμαθε για την Παπλωματού.
Τη βρήκε και της ζήτησε ένα από τα παπλώματά της, όμως εκείνη αρνήθηκε γιατί τα παπλώματά της ήταν μόνο γι' αυτούς που τα είχαν ανάγκη. "Χάρισε πρώτα όσα έχεις μαζέψει μέχρι τώρα και εγώ θα φτιάξω ένα πάπλωμα για χάρη σου". Ο βασιλιάς θύμωσε και διέταξε τους στρατιώτες του να συλλάβουν τη γυναίκα, να την οδηγήσουν σε ένα άλλο βουνό και να την δέσουν πάνω σε ένα βράχο όπου εκεί δίπλα κοιμόταν μία αρκούδα. 'Όταν ξύπνησε η αρκούδα αντί να τη σκοτώσει έσπασε τις αλυσίδες και την κάλεσε στη σπηλιά της να περάσουν τη νύχτα μαζί γιατί η γυναίκα της έφτιαξε ένα μαξιλάρι με το σάλι της και πευκοβελόνες για να μην κοιμάται κατάχαμα.
Ο βασιλιάς που η καρδιά του δεν ήταν και τόσο σκληρή σκεπτόταν την καημένη γυναίκα και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι έτσι ξύπνησε τους στρατιώτες του και ξεκίνησαν για το βουνό. Όταν είδε την Παπλωματού να παίρνει το πρωινό της μαζί με την αρκούδα ξέχασε τη συμπόνια του και διέταξε να την αφήσουν σε ένα νησί τόσο δα μικρό ώστε με δυσκολία θα μπορούσε να σταθεί στο ένα της πόδι, στη μέση μιας λίμνης. Ένα σπουργίτι όμως που προσπαθούσε να περάσει απέναντι ξεκουράστηκε στον ώμο της και του έφτιαξε ένα ζεστό παλτουδάκι από το βυσσινί γιλέκο της για να μην τρέμει από το κρύο.
"Σε λίγη ώρα ο ουρανός γέμισε από ένα σμήνος σπουργίτια. Χιλιάδες ράμφη σήκωσαν την παπλωματού και την μετέφεραν στην όχθη της λίμνης" Και πάλι ο βασιλιάς μετάνιωσε και πήγε να την σώσει. Όταν έφτασε εκεί με τους στρατιώτες του την είδε να κάθεται σ' ένα κλαδί κάποιου δέντρου και να φτιάχνει μικροσκοπικά παλτουδάκια για τα σπουργίτια. "Λοιπόν τα παρατάω" φώναξε. " Πες μου τι θες να κάνω για να μου δώσεις το πάπλωμα". "Θα πρέπει όπως σου έχω πει να χαρίσεις όλα όσα έχεις μαζέψει και με κάθε δώρο που αποχωρίζεσαι, εγώ θα μεγαλώνω κατά ένα περισσότερο κομμάτι
το πάπλωμά σου". "Μα πως μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο λατρεύω το κάθε τι που έχω μαζέψει!". "Ναι αλλά αν κανένα από αυτά δε σε κάνει ευτυχισμένο, τότε τι όφελος να τα έχεις;"
Έτσι άρχισε να χαρίζει ξεκινώντας από τα αντικείμενα που θα του έλειπαν λιγότερο. Κάθε φορά όμως που χάριζε κάτι έδινε χαρά και με βιασύνη έμπαινε στο παλάτι για να διαλέξει κάτι ακόμα, όμως δεν είχε χαμογελάσει ακόμα. Όταν έβγαλε στο δρόμο τον εξαίσιο τροχό με τα αληθινά άλογα τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν ευχαριστημένα και όλοι να χορεύουν. Ένα παιδάκι τον έσυρε και εκείνον στο χορό και τότε ο βασιλιάς δεν χαμογέλασε απλώς, έσκασε στα γέλια. "Μα πως έγινε αυτό; Πως έγινε και νιώθω τόσο όμορφα την ώρα που μοιράζω τους θησαυρούς μου; Για φέρτε τα όλα έξω! Αμέσως!"
Έτσι μοίραζε ότι είχε μαζέψει και όταν δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε πάρει ένα βασιλικό δώρο στη χώρα του, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο μοιράζοντας τους θησαυρούς του και η παπλωματού δε σταματούσε να ράβει ώσπου ένα πρωί, κάποιο σπουργίτι κατακουρασμένο ήρθε και κούρνιασε στην άκρη της βελόνας και εκείνη
κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα. Βιάστηκε να βάλει την τελευταία βελονιά στο πάπλωμα κι ύστερα κατηφόρισε το βουνό για να συναντήσει το βασιλιά. Όταν τον συνάντησε είδε πως τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα μα μέσα στα μάτια του λαμπύριζε η χαρά. Έβγαλε το πάπλωμα από το σάκο της και το ξετύλιξε. Ήταν τόσο όμορφο που πεταλούδες και εξωτικά πουλιά φτερούγιζαν γύρω του.
"Τι είναι τούτο εδώ" φώναξε ο βασιλιάς. "Όπως σου είχα υποσχεθεί θα σου έδινα ένα πάπλωμα όταν πια εσύ θα ήσουν πάμπτωχος"του είπε. "Μα δεν είμαι φτωχός" της είπε. "Μπορεί έτσι να με δείχνουν τα ρούχα μου, άλλα η καρδιά μου είναι γεμάτη με πολύτιμες αναμνήσεις από τη χαρά που πρόσφερα στους άλλους. Ευτυχία έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νομίζω πως τώρα είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος πάνω στη γη"
"Όπως και να 'ναι" είπε η παπλωματού "εγώ αυτό το πάπλωμα το έφτιαξα μόνο για σένα".
Αποσπάσματα από "Το δώρο της Παπλωματούς" του Τζεφ Μπριμπό εκδ. Άγκυρα
Η συγκεκριμένη ιστορία μιλάει για μία παπλωματού "που ζούσε κάπου ψηλά στα βουνά τα σκεπασμένα με γαλάζια ομίχλη, ράβοντας όλη μέρα τα παπλώματά της. Από τις πιο μεγάλες πολιτείες, έως τα πιο μικρά χωριά είχε φτάσει η φήμη ότι τα παπλώματα εκείνης της γυναίκας είχαν πάνω τους τα πιο όμορφα χρώματα που μπορούσε ανθρώπινο μάτι να θαυμάσει.
Τα γαλάζια λες και ερχόντουσαν κατευθείαν από τα βάθη των ωκεανών, τα λευκά από τα απάτητα χιόνια του παγωμένου βορρά, τα πράσινα και τα πορφυρά από τα πιο σπάνια αγριολούλουδα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλιά και τα ροζ από τα πιο εξαίσια ηλιοβασιλέματα." Όμως δε τα πουλούσε, τα χάριζε σε όποιον τα είχε ανάγκη. Κατέβαινε τις νύχτες στην κοντινή πολιτεία και σκέπαζε με τα ζεστά της παπλώματα τα ξυλιασμένα κορμιά όσων πλαγιάζαν στα σκαλοπάτια των σπιτιών.
Εκεί κοντά ζούσε και ένας πλούσιος και άπληστος βασιλιάς που ό,τι λαχταρούσε περισσότερο ήταν να του κάνουνε διάφορα δώρα. Υποχρέωνε τους πολίτες να του προσφέρουν συνέχεια δώρα και πάλι δε του φτάνανε και έβαλε τους στρατιώτες του να ψάξουν αν υπήρχε κάποιος στο βασίλειο που δεν του είχε προσφέρει δώρο. Έτσι έμαθε για την Παπλωματού.
Τη βρήκε και της ζήτησε ένα από τα παπλώματά της, όμως εκείνη αρνήθηκε γιατί τα παπλώματά της ήταν μόνο γι' αυτούς που τα είχαν ανάγκη. "Χάρισε πρώτα όσα έχεις μαζέψει μέχρι τώρα και εγώ θα φτιάξω ένα πάπλωμα για χάρη σου". Ο βασιλιάς θύμωσε και διέταξε τους στρατιώτες του να συλλάβουν τη γυναίκα, να την οδηγήσουν σε ένα άλλο βουνό και να την δέσουν πάνω σε ένα βράχο όπου εκεί δίπλα κοιμόταν μία αρκούδα. 'Όταν ξύπνησε η αρκούδα αντί να τη σκοτώσει έσπασε τις αλυσίδες και την κάλεσε στη σπηλιά της να περάσουν τη νύχτα μαζί γιατί η γυναίκα της έφτιαξε ένα μαξιλάρι με το σάλι της και πευκοβελόνες για να μην κοιμάται κατάχαμα.
Ο βασιλιάς που η καρδιά του δεν ήταν και τόσο σκληρή σκεπτόταν την καημένη γυναίκα και δεν μπορούσε να κλείσει μάτι έτσι ξύπνησε τους στρατιώτες του και ξεκίνησαν για το βουνό. Όταν είδε την Παπλωματού να παίρνει το πρωινό της μαζί με την αρκούδα ξέχασε τη συμπόνια του και διέταξε να την αφήσουν σε ένα νησί τόσο δα μικρό ώστε με δυσκολία θα μπορούσε να σταθεί στο ένα της πόδι, στη μέση μιας λίμνης. Ένα σπουργίτι όμως που προσπαθούσε να περάσει απέναντι ξεκουράστηκε στον ώμο της και του έφτιαξε ένα ζεστό παλτουδάκι από το βυσσινί γιλέκο της για να μην τρέμει από το κρύο.
"Σε λίγη ώρα ο ουρανός γέμισε από ένα σμήνος σπουργίτια. Χιλιάδες ράμφη σήκωσαν την παπλωματού και την μετέφεραν στην όχθη της λίμνης" Και πάλι ο βασιλιάς μετάνιωσε και πήγε να την σώσει. Όταν έφτασε εκεί με τους στρατιώτες του την είδε να κάθεται σ' ένα κλαδί κάποιου δέντρου και να φτιάχνει μικροσκοπικά παλτουδάκια για τα σπουργίτια. "Λοιπόν τα παρατάω" φώναξε. " Πες μου τι θες να κάνω για να μου δώσεις το πάπλωμα". "Θα πρέπει όπως σου έχω πει να χαρίσεις όλα όσα έχεις μαζέψει και με κάθε δώρο που αποχωρίζεσαι, εγώ θα μεγαλώνω κατά ένα περισσότερο κομμάτι
το πάπλωμά σου". "Μα πως μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο λατρεύω το κάθε τι που έχω μαζέψει!". "Ναι αλλά αν κανένα από αυτά δε σε κάνει ευτυχισμένο, τότε τι όφελος να τα έχεις;"
Έτσι άρχισε να χαρίζει ξεκινώντας από τα αντικείμενα που θα του έλειπαν λιγότερο. Κάθε φορά όμως που χάριζε κάτι έδινε χαρά και με βιασύνη έμπαινε στο παλάτι για να διαλέξει κάτι ακόμα, όμως δεν είχε χαμογελάσει ακόμα. Όταν έβγαλε στο δρόμο τον εξαίσιο τροχό με τα αληθινά άλογα τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν ευχαριστημένα και όλοι να χορεύουν. Ένα παιδάκι τον έσυρε και εκείνον στο χορό και τότε ο βασιλιάς δεν χαμογέλασε απλώς, έσκασε στα γέλια. "Μα πως έγινε αυτό; Πως έγινε και νιώθω τόσο όμορφα την ώρα που μοιράζω τους θησαυρούς μου; Για φέρτε τα όλα έξω! Αμέσως!"
Έτσι μοίραζε ότι είχε μαζέψει και όταν δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε πάρει ένα βασιλικό δώρο στη χώρα του, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο μοιράζοντας τους θησαυρούς του και η παπλωματού δε σταματούσε να ράβει ώσπου ένα πρωί, κάποιο σπουργίτι κατακουρασμένο ήρθε και κούρνιασε στην άκρη της βελόνας και εκείνη
κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα. Βιάστηκε να βάλει την τελευταία βελονιά στο πάπλωμα κι ύστερα κατηφόρισε το βουνό για να συναντήσει το βασιλιά. Όταν τον συνάντησε είδε πως τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα μα μέσα στα μάτια του λαμπύριζε η χαρά. Έβγαλε το πάπλωμα από το σάκο της και το ξετύλιξε. Ήταν τόσο όμορφο που πεταλούδες και εξωτικά πουλιά φτερούγιζαν γύρω του.
"Τι είναι τούτο εδώ" φώναξε ο βασιλιάς. "Όπως σου είχα υποσχεθεί θα σου έδινα ένα πάπλωμα όταν πια εσύ θα ήσουν πάμπτωχος"του είπε. "Μα δεν είμαι φτωχός" της είπε. "Μπορεί έτσι να με δείχνουν τα ρούχα μου, άλλα η καρδιά μου είναι γεμάτη με πολύτιμες αναμνήσεις από τη χαρά που πρόσφερα στους άλλους. Ευτυχία έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νομίζω πως τώρα είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος πάνω στη γη"
"Όπως και να 'ναι" είπε η παπλωματού "εγώ αυτό το πάπλωμα το έφτιαξα μόνο για σένα".
Αποσπάσματα από "Το δώρο της Παπλωματούς" του Τζεφ Μπριμπό εκδ. Άγκυρα
10 σχόλια:
Καλησπέρα Margo,
Επιτέλους μια ανάρτηση που τραβάει το μυαλό μακριά από την απωθητική πραγματικότητα, στον κόσμο των παραμυθιών. Αλήθεια, αυτό το παραμύθι δεν το ήξερα. Μόνο τον τίτλο είχα ακούσει.
Πραγματικά είναι υπέροχο να δίνεις. Η αίσθηση είναι μοναδική, ιδιαίτερα όταν βλέπεις ότι ο άλλος χαίρεται και αναγνωρίζει αυτό που δίνεις. Τι γίνεται στην περίπτωση που μόνο δίνεις χωρίς να παίρνεις ή παίρνεις με το σταγονόμετρο; Παραιτείσαι ή συνεχίζεις να δίνεις, αφού σε ευχαριστεί να δίνεις ευχαρίστηση; Πού σταματά η προσφορά και αρχίζει η εκμετάλλευση; Είναι ένα ζήτημα που συχνά με έχει απασχολήσει στο παρελθόν και απάντηση δεν έχω δώσει ακόμη. Ούτε με τη βοήθεια της στατιστικής!
Μαρία
Δεν έχεις άδικο. Όταν δίνεις τα πάντα και δεν παίρνεις τίποτα, κουράζεσαι, εγκαταλείπεις απογοητεύεσαι και με τον καιρό δύσκολα εμπιστεύεσαι ξανά.
Όμως και ο Χρηστός είπε, από τους δύο χιτώνες να δίνουμε τον έναν, όχι και τους δύο!
Ζώντας και δοκιμάζοντας πάντως, μαθαίνουμε να διακρίνουμε πότε η προσφορά μας, δίνει πραγματική ευτυχία και αυτό νομίζω είναι ένα είδος πληρωμής.
Καλό σου βράδυ.
Από τα πιο αγαπημένα παραμύθια των παιδιών μαζί με τα άλλα δύο της σειράς,το καπέλο της Δεσποινίδας Χάνικατ που μιλάει για την διαφορετικότητα και ακόμη ένα που μιλάει για την παιδική ηλικία της παπλωματούς και ξεχνάω τον τίτλο.
Η εικονογράφηση σκέτη μαγεία..Οσον αφορά το δόσιμο, σημασία έχει να το κάνεις με χαρά και να μην περιμένεις ανταπόδοση σώνει και καλά..Δεν είμαι σίγουρη αλλά νομίζω πως αν εξαιρέσει κανείς τους φωτισμένους αυτής της γης, η αλτρουιστική αγάπη είναι μία μόνιμη άσκηση θάρρους για όλους τους υπόλοιπους
Τι μου θυμισες... Οταν ειχα τα παιδια μικρα, τους διαλεγα βιβλια που παντα κατι τους αφηναν μετα το διαβασμα τους.Να εισαι καλα.
πολύ ωραίο και διδακτικό παραμύθι! Μακάρι να το διάβαζαν και κάποιοι μεγάλοι αυτό!!!Μήπως και θυμηθούν όσαν διδάχτηκαν μικροί!!!
Πολύ όμορφο το παραμυθάκι Margo. Μου αρέσουν, ακόμα και τώρα, τα παραμύθια, ειδικά αυτά που έχουν κάτι παραπάνω να πούν!
Carpe diem
Δεν ήξερα ότι υπάρχει σειρά με την Παπλωματού. Πραγματικά η εικονογράφηση είναι μαγεία.
Μπήκα στη σελίδα σου και χαίρομαι που ξεκίνησες, θα σε επισκέπτομαι συχνά, νομίζω ότι έχεις πολλά να πεις!
Δημιουργία
Μ' αυτό το σκεπτικό τα διαλέγω, και μπορώ να σου πω ότι τα λατρεύω όλα. Ίσως γιατί δεν διάβασα μικρή.
creationbyeve
Η αλήθεια είναι ότι όταν κάποιος είναι "ανοιχτός", διδάσκεται από τα διάφορα ερεθίσματα καθημερινά.
Αν είναι στενόμυαλος, ήτε το διαβάσει ήτε όχι το ίδιο και το αυτό!
Dorothy
Με πρόσχημα τα παιδιά παίρνω συνέχεια παραμύθια, τα λατρεύω, μου αρέσει πολύ και να τα διαβάζω στα παιδιά, ιδιαίτερα σε ομάδες παιδιών.
Πολύ πολύ όμορφο!!! όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας.
Χθες είδα το παραμύθι σαν θεατρική παράσταση από τους μαθητές από το νηπιαγωγείο (+ τα προνήπια) που πάει και η κόρη μου. Μεγαλώσαμε!!
Στο τέλος όλα τα παιδιά πήραν δώρο και το βιβλίο.
Πολύ όμορφη ιστορία, πολλά διδάγματα και συμπτωματικά νωρίτερα "έπεσα" στην αναφορά σου στο βιβλίο, από πριν ακόμα γεννηθεί η κόρη μου :)
Ο χρόνος μου στο blogging έχει περιοριστεί όμως έχω την ευκαιρία να ευχηθώ από αυτό το σχόλιο, καλές γιορτές :)
Δημοσίευση σχολίου