Η κυρα Ευθυμία ήταν μια λιγνή Μικρασιάτισσα γριούλα που περνούσε για πολλά χρόνια από τη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων. Το σώμα της έκανε ορθή γωνία και πάντα είχε τα χέρια σταυρωμένα πίσω στην μέση της, σαν να ήθελε να ισορροπήσει ώστε να ζυγιάζει το βάρος του κορμού της που έγερνε μπροστά. Περπατούσε αργά και ρυθμικά κάνοντας ταλαντεύσεις μια δεξιά και μια αριστερά. Δεν έμοιαζε να δυσκολεύεται αλλά όταν την έβλεπα με έκανε να θέλω να την ισιώσω.
Δεν έμαθα ποτέ αν είχε οικογένεια ή που έμενε, μόνο περνούσε από τη γειτονιά και ξέραμε πως χρειαζόταν τη βοήθειά μας. Εκείνη δεν την ζήτησε ποτέ αφού δεν μιλούσε και τόσο εύκολα... τώρα που προσπαθώ να θυμηθώ λεπτομέρειες για εκείνη δεν μπορώ να θυμηθώ τη φωνή της ή το γέλιο της.
Ήταν πάντα καθαρή και περιποιημένη μέσα στα φτωχικά της ρούχα και το πρόσωπό της αν μπορούσες να το δεις, ξεχώριζες χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν σε αντρικό πρόσωπο. Τρίχες στο σαγόνι και στο πάνω χείλος, μεγάλα τοξωτά φρύδια και λιγοστά μαλλιά που ξεχώριζαν κάτω από το άσπρο μαντήλι που φορούσε.
Όταν έφτανε στο δικό μας σπίτι ανέβαινε τη σκάλα και έμπαινε μέσα χωρίς να χτυπήσει τη πόρτα, μιας και ήταν πάντα ορθάνοιχτη για να μπαινοβγαίνουμε μικροί μεγάλοι. Περνούσε τον μακρύ διάδρομο, έμπαινε με άνεση στην κουζίνα, καθόταν στο τραπέζι και περίμενε. Η μητέρα μου της έβαζε ένα πιάτο από το φαγητό της ημέρας. Όταν δεν είχε την ρωτούσε τι θέλει να της φτιάξει και εκείνη ζητούσε αυγά τηγανιτά τάκα* Της άρεσαν πολύ και τα μακαρόνια αλλά από επάνω δεν ήθελε σάλτσα, ούτε κιμά.. μόνο ζάχαρη.
Όταν τελείωνε το φαγητό της χτυπούσε με το χέρι της ελαφρά το στήθος για να της πει ευχαριστώ έπαιρνε το ταληράκι της και έφευγε αθόρυβα όπως ερχόταν.
Ένα Σάββατο ήρθε και πάλι. Κάθισε στη θέση που καθόταν πάντα και περίμενε το πιάτο της. Εκείνη την ημέρα είχαμε ταχινόσουπα. Την επομένη θα κοινωνούσαμε και η ταχινόσουπα ήταν το φαγητό που έφτιαχνε πάντα η μητέρα μου όταν δε θα τρώγαμε ούτε λάδι, αλλά ήταν και ο δικός μας εφιάλτης.
Η Ευθυμία ρωτήθηκε αν θέλει να φάει ταχινόσουπα και ένευσε θετικά. Το πρώτο πιάτο έφυγε σε δευτερόλεπτα και η μητέρα μου την ρώτησε αν θέλει κι άλλο. Εκείνη ένευσε και πάλι θετικά.. ακολούθησε και τρίτο πιάτο και τέταρτο ώσπου η κατσαρόλα άδειασε. Εγώ με τα αδέλφια μου παρακολουθούσαμε κρυφά την Ευθυμία να τρώει την ταχινόσουπα και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Η ταχινόσουπα καταναλώθηκε και εμείς χορεύαμε από τη χαρά μας που γλιτώσαμε αυτή τη φορά..
Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησε να περνά. Είχε γίνει κατά κάποιο τρόπο ένα ακόμη μέλος της οικογενείας. Την περιμέναμε σαν να περιμέναμε έναν δικό μας άνθρωπο και μοιραζόμασταν μαζί της ότι είχαμε.
Η ιστορία της Ευθυμίας ανασύρθηκε από τη μνήμη με αφορμή την ανάρτηση του μαμουφίου "σύν+σῖτος" για την απαγόρευση διανομής συσσιτίων από απλούς ιδιώτες.
*αυγά τηγανισμένα και από τις δύο πλευρές ώστε να κάνουν κρούστα.
H φωτογραφία δανεισμένη από εδώ
Δεν έμαθα ποτέ αν είχε οικογένεια ή που έμενε, μόνο περνούσε από τη γειτονιά και ξέραμε πως χρειαζόταν τη βοήθειά μας. Εκείνη δεν την ζήτησε ποτέ αφού δεν μιλούσε και τόσο εύκολα... τώρα που προσπαθώ να θυμηθώ λεπτομέρειες για εκείνη δεν μπορώ να θυμηθώ τη φωνή της ή το γέλιο της.
Ήταν πάντα καθαρή και περιποιημένη μέσα στα φτωχικά της ρούχα και το πρόσωπό της αν μπορούσες να το δεις, ξεχώριζες χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν σε αντρικό πρόσωπο. Τρίχες στο σαγόνι και στο πάνω χείλος, μεγάλα τοξωτά φρύδια και λιγοστά μαλλιά που ξεχώριζαν κάτω από το άσπρο μαντήλι που φορούσε.
Όταν έφτανε στο δικό μας σπίτι ανέβαινε τη σκάλα και έμπαινε μέσα χωρίς να χτυπήσει τη πόρτα, μιας και ήταν πάντα ορθάνοιχτη για να μπαινοβγαίνουμε μικροί μεγάλοι. Περνούσε τον μακρύ διάδρομο, έμπαινε με άνεση στην κουζίνα, καθόταν στο τραπέζι και περίμενε. Η μητέρα μου της έβαζε ένα πιάτο από το φαγητό της ημέρας. Όταν δεν είχε την ρωτούσε τι θέλει να της φτιάξει και εκείνη ζητούσε αυγά τηγανιτά τάκα* Της άρεσαν πολύ και τα μακαρόνια αλλά από επάνω δεν ήθελε σάλτσα, ούτε κιμά.. μόνο ζάχαρη.
Όταν τελείωνε το φαγητό της χτυπούσε με το χέρι της ελαφρά το στήθος για να της πει ευχαριστώ έπαιρνε το ταληράκι της και έφευγε αθόρυβα όπως ερχόταν.
Ένα Σάββατο ήρθε και πάλι. Κάθισε στη θέση που καθόταν πάντα και περίμενε το πιάτο της. Εκείνη την ημέρα είχαμε ταχινόσουπα. Την επομένη θα κοινωνούσαμε και η ταχινόσουπα ήταν το φαγητό που έφτιαχνε πάντα η μητέρα μου όταν δε θα τρώγαμε ούτε λάδι, αλλά ήταν και ο δικός μας εφιάλτης.
Η Ευθυμία ρωτήθηκε αν θέλει να φάει ταχινόσουπα και ένευσε θετικά. Το πρώτο πιάτο έφυγε σε δευτερόλεπτα και η μητέρα μου την ρώτησε αν θέλει κι άλλο. Εκείνη ένευσε και πάλι θετικά.. ακολούθησε και τρίτο πιάτο και τέταρτο ώσπου η κατσαρόλα άδειασε. Εγώ με τα αδέλφια μου παρακολουθούσαμε κρυφά την Ευθυμία να τρώει την ταχινόσουπα και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Η ταχινόσουπα καταναλώθηκε και εμείς χορεύαμε από τη χαρά μας που γλιτώσαμε αυτή τη φορά..
Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησε να περνά. Είχε γίνει κατά κάποιο τρόπο ένα ακόμη μέλος της οικογενείας. Την περιμέναμε σαν να περιμέναμε έναν δικό μας άνθρωπο και μοιραζόμασταν μαζί της ότι είχαμε.
Η ιστορία της Ευθυμίας ανασύρθηκε από τη μνήμη με αφορμή την ανάρτηση του μαμουφίου "σύν+σῖτος" για την απαγόρευση διανομής συσσιτίων από απλούς ιδιώτες.
*αυγά τηγανισμένα και από τις δύο πλευρές ώστε να κάνουν κρούστα.
H φωτογραφία δανεισμένη από εδώ